-
1 ὀμίχλη
ὀμίχλ-η (Aὁμ- Eust.117.33
and v. infr. ; a form [suff] ὄμιχλ-λα is condemned by Hdn. Philet.p.445 P.), ἡ, mist, fog (not so thick as νέφος or νεφέλη, Arist. Mete. 346b33, cf. Mu. 394a19), Hom. only in Il. ; ; so Thetis rises from the sea,ἠΰτ' ὀμίχλη 1.359
;ὁ. καὶ δρόσος Ar.Nu. 330
;κονίης ὀμίχλην Il.13.336
;ὀμίχλη ἐγένετο X.An.4.2.7
, etc.: metaph., (lyr.).
См. также в других словарях:
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek